- ἰνώδους
- ἰ̱νώδους , ἰνώδηςfibrousmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… … Dictionary of Greek
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
θυσανοστρώματα — τα (μετεωρ.) κύρια κατηγορία νεφών τα οποία έχουν τη μορφή ινώδους ή λείου υπόλευκου πέπλου και καλύπτουν το σύνολο ή και ένα μόνον τμήμα τού ουρανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + στρώμα. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cirrostratus. Η λ.… … Dictionary of Greek
ινοκυστικός — ή, ό αυτός που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ινώδους ιστού και κυστικών σχηματισμών. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. αγγλ. fibrocystic < fibro < fiber «ίνα» + cystic (πρβλ. κυστικός)] … Dictionary of Greek
ινοσάρκωμα — Ανώριμος κακοήθης όγκος από συνδετικό ιστό, που μπορεί να παρουσιαστεί σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Χαρακτηρίζεται από διηθητική και καταστροφική διεργασία, ενώ διακρίνεται από το ίνωμα μόνο έπειτα από ιστολογική εξέταση. Στη διατομή έχει… … Dictionary of Greek
ινωδόλυση — η ιατρ. εξεργασία που οδηγεί, φυσιολογικά ή παθολογικά, στην καταστροφή τού θρόμβου τού ινώδους. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. γαλλ. fibrinolyse < fibrine «ινώδες» + lyse (πρβλ. λύση)] … Dictionary of Greek
λιγνίτης — Μορφή ορυκτού άνθρακα, που χαρακτηρίζεται από το ότι διατηρεί ακόμα τα ίχνη της ινώδους υφής του ξύλου. Η ονομασία του προέρχεται από τη λατινική λέξη lignum, που σημαίνει ξύλο. Είναι άμορφο ιζηματογενές πέτρωμα και αποτελεί μια ενδιάμεση μορφή… … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek